- ἐναλείφειν
- ἐναλείφωanoint withpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναλείφω — ἐναλείφω (Α) 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω με κάτι («τοὺς πόδας τῶν τρυφώντων ἐναλείφειν μύροις», Αθήν.) 2. χρωματίζω μέσα σε ιχνογραφημένο σχέδιο («ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.) 3. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ ἐναλειφθέν η… … Dictionary of Greek
χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… … Dictionary of Greek